- σῑμῳδός
- σῑμ-ῳδός, ὁ, der die σιμῳδία Singende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιμωδός — ὁ, Α ηθοποιός, όπως και ο ιλαρωδός, που υποκρινόταν ταπεινά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα, έψαλλε σιμωδίες και εκτελούσε ορχηστικά παντομιμικά σχήματα με τη συνοδεία έγχορδων μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σῖμος(βλ. λ. σιμός) + ῳδός (< ᾠδή),… … Dictionary of Greek
σιμῳδούς — σιμῳδός one who sings such songs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμωδία — ἡ, Α [σιμῳδός] εύθυμη και αισχρή ωδή, που πήρε την ονομασία της από τον Σίμωνα, τον δημιουργό της … Dictionary of Greek